- ψευδάριον
- τὸ, Α1. ψεύδος, απάτη2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Ψευδάριατίτλος έργου τού Ευκλείδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψεῦδος + υποκορ. κατάλ. –άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδάριον — fallacy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαρίων — ψευδάριον fallacy neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδάρια — ψευδάριον fallacy neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)